- χιονόκτυπος
- -ον, Α(για όρος) χιονόβλητος*, πολύ χιονισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιό-κτυπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοκτύπου — χιονόκτυπος snow beaten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek